- ολοσκόρπιστος
- -η, -οο εντελώς διασκορπισμένος, κατασκορπισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + σκορπιστός (< σκορπίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek